Σελίδες

Τρίτη 6 Ιουλίου 2010

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΥ

Ιε­ρα­πο­στο­λή της Α­γί­ας Αι­κα­τε­ρί­νης (St. Catherine Mission), Σαιν Λού­ις (St. Louis)

Copyright, 1994

Α­με­ρι­κά­νι­κη Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α του Α­γί­ου Νε­κτά­ριου (St. Nectarios American Orthodox Church)

Reproduced with permission from The Orthodox Christian Witness, Vol. XXV (48), Vol. XXVIII (6) and (8), 1994. (=Ε­πα­νεκ­δο­μέ­νο με ά­δεια α­πό την «Η Ορ­θό­δο­ξη Χρι­στια­νι­κή Μαρ­τυ­ρί­α», Τό­μος 27-28)

Το ε­ρώ­τη­μα ε­τέ­θει πολ­λές φο­ρές. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι Ορ­θό­δο­ξοι στην προ­σπά­θειά τους να κά­νουν τη διά­κρι­ση με­τα­ξύ Ορ­θο­δο­ξί­ας και Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμού, συ­χνά μνη­μο­νεύ­ουν τον Πά­πα ή το Κα­θαρ­τή­ριο, με­ρι­κές φο­ρές το filioque (que=εκ, filio=υ­ιός). Ι­στο­ρι­κά, οι δια­φο­ρές, ω­στό­σο, εί­ναι πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες και πο­λύ βα­θιά ε­δραιω­μέ­νες.

Ε­πί­σης, στη σύγ­χρο­νη ε­πο­χή, ε­δώ και τριά­ντα χρό­νια α­πό την ε­πο­χή του Βα­τι­κα­νού 2 – Vatican II, αυ­τήν τη με­γά­λη, μα και τρα­γι­κή α­πό­πει­ρα, να «εκ­συγ­χρο­νί­σουν» το Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμό (π.χ., η α­να­θε­ώ­ρη­ση του κα­νο­νι­κού δι­καί­ου), οι δια­φο­ρές με­τα­ξύ Ορ­θο­δο­ξί­ας και των

α­κο­λου­θού­ντων τον Πά­πα διευ­ρύν­θη­καν.

Στην πα­ρού­σα συ­ζή­τη­σή μας, ο­πωσ­δή­πο­τε, το εν­δια­φέ­ρον θα ε­πι­κε­ντρω­θεί στις δια­φο­ρές που α­να­πτύ­χθη­καν με­τά το δια­χω­ρι­σμό Ορ­θο­δο­ξί­ας και Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμού, χί­λια χρό­νια πριν.

1. Πί­στη και λο­γι­κή

Α­κο­λου­θώ­ντας τους Ιε­ρούς Πα­τέ­ρες, η Ορ­θο­δο­ξί­α χρη­σι­μο­ποιεί την ε­πι­στή­μη και τη φι­λο­σο­φί­α για να προ­α­σπί­σει και ε­ξη­γή­σει την Πί­στη της. Α­ντί­θε­τα α­πό την Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κήν εκ­κλη­σί­α, δεν κτί­ζει πά­νω στα συ­μπε­ρά­σμα­τα της φι­λο­σο­φί­ας και ε­πι­στή­μης. Η Εκ­κλη­σί­α δεν ψά­χνει να συ­νται­ριά­ξει πί­στη και λο­γι­κή. Δεν προ­σπα­θεί να α­πο­δεί­ξει με τη λο­γι­κή ή την ε­πι­στή­μη τι έ­δω­σε ο Χρι­στός στους ο­πα­δούς του για να πι­στέ­ψουν. Ε­άν η φυ­σι­κή ή η βιο­λο­γί­α ή η χη­μεί­α ή η φι­λο­σο­φί­α προσ­δί­δουν ε­πι­βε­βαί­ω­ση στη δι­δα­σκα­λί­α της Εκ­κλη­σί­ας, δεν την αρ­νεί­ται. Ο­πωσ­δή­πο­τε, η Ορ­θο­δο­ξί­α δεν τρο­μο­κρα­τεί­ται α­πό πνευ­μα­τι­κά ε­πι­τεύγ­μα­τα του αν­θρώ­που. Δεν λυ­γί­ζει σ’ αυ­τά και δεν αλ­λά­ζει την Χρι­στια­νι­κή Πί­στη για να την κά­νει συ­νε­πή με τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της αν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης και ε­πι­στή­μης.

Ο Μ. Βα­σί­λειος συμ­βου­λεύ­ει τους νέ­ους να χρη­σι­μο­ποιούν την ελ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α ό­πως η μέ­λισ­σα χρη­σι­μο­ποιεί τα λου­λού­δια. Παίρ­νει μό­νο το “μέ­λι” -την α­λή­θεια- που ο Θε­ός φύ­τε­ψε στον κό­σμο για να προ­ε­τοι­μά­σει τους αν­θρώ­πους για τον ερ­χο­μό του Κυ­ρί­ου. Για πα­ρά­δειγ­μα, οι Έλ­λη­νες έ­χουν έ­να δόγ­μα για τον Λό­γο. Το Ευαγ­γέ­λιο του Ιω­άν­νη α­νοί­γει έ­τσι, “Στην αρ­χή ή­ταν ο Λό­γος”. Για τους ει­δω­λο­λά­τρες, ο Λό­γος δεν ή­ταν Θε­ός, ό­πως εί­ναι για τους Χρι­στια­νούς· μάλ­λον αυ­τός εί­ναι η αρ­χή, η ε­ξου­σί­α, η δύ­να­μη με την ο­ποί­α ο Θε­ός δη­μιούρ­γη­σε και κυ­βερ­νά τον κό­σμο. Ο Πα­τήρ στό­χευε στην ο­μοιό­τη­τα με­τα­ξύ του Λό­γου της Βί­βλου και του Λό­γου της ελ­λη­νι­κής φι­λο­σο­φί­ας σαν ση­μεί­ο της Θεί­ας Πρό­νοιας. Τη δια­φο­ρά τους α­πο­δί­δουν στην α­μαρ­τω­λό­τη­τα των αν­θρώ­πων και την α­νε­πάρ­κεια της αν­θρώ­πι­νης διά­νοιας. Υ­πεν­θυ­μί­ζουν τα λό­για του Απ. Παύ­λου, “Προ­σέ­χε­τε μή­πως σας ε­ξα­πα­τή­σει κα­νείς διά της φι­λο­σο­φί­ας και κε­νής α­πά­της, κα­τά την πα­ρά­δο­σιν των αν­θρώ­πων, κα­τά τα στοι­χεί­α του κό­σμου καί ό­χι κα­τά Χρι­στόν” (Κολ. 2: 8)

Ο Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμός απ’ την άλ­λη, α­πο­δί­δει με­γά­λη α­ξί­α στην αν­θρώ­πι­νη λο­γι­κή. Η ι­στο­ρί­α του δεί­χνει τη συ­νέ­πεια αυ­τής της ε­μπι­στο­σύ­νης. Για πα­ρά­δειγ­μα, στο Με­σαί­ω­να, τον 13ο αιώ­να, ο θε­ο­λό­γος-φι­λό­σο­φος, Thomas Aquinas, έ­νω­σε τον “Χρι­στια­νι­σμό” με την φι­λο­σο­φί­α του Α­ρι­στο­τέ­λη. Απ’ αυ­τή την πε­ρί­ο­δο μέ­χρι σή­με­ρα, οι Λα­τί­νοι πο­τέ δεν αμ­φι­τα­λα­ντεύ­τη­καν στην ά­πο­ψή τους για την αν­θρώ­πι­νη σο­φί­α· και έ­χει αλ­λά­ξει θε­με­λιω­δώς η θε­ο­λο­γί­α, τα μυ­στή­ρια και οι θε­σμοί της Χρι­στια­νι­κής θρη­σκεί­ας.

2. Η Δογ­μα­τι­κή Ε­ξέ­λι­ξη

Η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σί­α δεν υ­πο­στη­ρί­ζει την ά­πο­ψη ό­τι οι δι­δα­σκα­λί­α του Χρι­στού άλ­λα­ξε α­πό την μια ε­πο­χή στην άλ­λη· α­ντί­θε­τα ό­τι ο Χρι­στια­νι­σμός πα­ρέ­μει­νε α­ναλ­λοί­ω­τος α­πό τη στιγ­μή που ο Κύ­ριος πα­ρέ­δω­σε την Πί­στη στους Α­πο­στό­λους (Ματ­θ. 28: 18-20). Ε­πι­βε­βαιώ­νει ό­τι «ά­παξ πα­ρα­δο­θεί­ση τοις α­γί­οις πί­στει.» (Ιού­δα 3) εί­ναι τώ­ρα ό­τι ή­ταν στην αρ­χή. Οι Ορ­θό­δο­ξοι του 20ου αιώ­να πι­στεύ­ουν α­κρι­βώς ό­τι ε­πι­στεύ­ε­το στον 1ο αιώ­να, τον 5ο, τον 10ο, τον 15ο.

Για να εί­ναι α­ξιό­πι­στη, η Ορ­θο­δο­ξί­α α­νε­γνώ­ρι­σε ε­ξω­τε­ρι­κές αλ­λα­γές (π.χ., άμ­φια του κλή­ρου, μο­να­στι­κές συ­νή­θειες, νέ­ες γιορ­τές, κα­νό­νες οι­κου­με­νι­κών και το­πι­κών συ­νό­δων, κ.λ.π.), αλ­λά τί­πο­τε δεν προ­στέ­θη­κε ή α­φαι­ρέ­θη­κε α­πό την Πί­στη. Οι ε­ξω­τε­ρι­κές αλ­λα­γές έ­χουν έ­να α­πλό σκο­πό: Να εκ­φρά­σουν αυ­τή την Πί­στη κά­τω α­πό δια­φο­ρε­τι­κές συν­θή­κες. Για πα­ρά­δειγ­μα, η Βί­βλος και οι Θεί­ες Λει­τουρ­γί­ες με­τα­φρά­στη­καν α­πό τα Ε­βρα­ϊ­κά και Ελ­λη­νι­κά στις γλώσ­σες νέ­ων χω­ρών· ή νέ­ες θρη­σκευ­τι­κές συ­νή­θειες εμ­φα­νί­στη­καν για να εκ­φρά­σουν τις ε­θνι­κές ευαι­σθη­σί­ες των προ­ση­λύ­των, κ.λ.π.· ω­στό­σο, υ­πάρ­χει πά­ντα “μί­α πί­στη, έ­νας Κύ­ριος, έ­να βά­πτι­σμα” (Ε­φεσ. 4: 4).

Η θε­με­λιώ­δης ε­πι­βε­βαί­ω­ση στην Χρι­στια­νι­κή Πα­ρά­δο­ση εί­ναι η Α­γί­α Γρα­φή· και οι υ­πέρ­τα­τοι εκ­φρα­στές των Γρα­φών εί­ναι οι θε­ό­θεν ε­μπνευ­σμέ­νοι Ά­γιοι Πα­τέ­ρες της Εκ­κλη­σί­ας, εί­τε εί­ναι Έλ­λη­νες Πα­τέ­ρες εί­τε Λα­τί­νοι Πα­τέ­ρες εί­τε Σύ­ριοι Πα­τέ­ρες εί­τε Σλά­βοι Πα­τέ­ρες. Η θέ­ση τους μέ­σα στην Ορ­θο­δο­ξί­α δεν μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τη­θεί. Η αυ­θε­ντί­α τους δεν μπο­ρεί να πα­ρα­γκω­νι­στεί , αλ­λα­χθεί ή α­γνο­η­θεί.

Απ’ την άλ­λη πλευ­ρά, ο Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμός, α­δύ­να­μος να δεί­ξει τη συ­νέ­χεια της πί­στης και για να δι­καιο­λο­γή­σει νέ­α δόγ­μα­τα, κα­τα­σκεύ­α­σε τον τε­λευ­ταί­ο αιώ­να, μια θε­ω­ρί­α πε­ρί “δογ­μα­τι­κής ε­ξέ­λι­ξης”.

Α­κο­λου­θώ­ντας το φι­λο­σο­φι­κό πνεύ­μα της ε­πο­χής (και την κα­θο­δή­γη­ση του Καρ­δι­να­λί­ου Henry Newman), οι Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κοί θε­ο­λό­γοι άρ­χι­σαν να ερ­μη­νεύ­ουν και να δι­δά­σκουν την ι­δέ­α ό­τι ο Χρι­στός μας έ­δω­σε μό­νο “original deposit-αρ­χι­κή πα­ρα­κα­τα­θή­κη” της πί­στης, έ­να “σπό­ρο-seed,” ο ο­ποί­ος με­γα­λώ­νει και ω­ρι­μά­ζει δια μέ­σου των αιώ­νων. Το Ά­γιο Πνεύ­μα, λέ­νε, ε­νί­σχυ­σε την Χρι­στια­νι­κή Πί­στη κα­θώς η Εκ­κλη­σί­α με­τα­κι­νή­θη­κε σε νέ­ες κα­τα­στά­σεις και α­πέ­κτη­σε άλ­λες α­νά­γκες.

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, ο Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμός α­πει­κο­νί­ζει την θε­ο­λο­γί­α του σαν να αυ­ξά­νε­ται βαθ­μιαί­α, σε ψη­λό­τε­ρα και πιο κα­θα­ρά προσ­διο­ρι­σμέ­να ε­πί­πε­δα γνώ­σης. Η δι­δα­σκα­λί­α των Πα­τέ­ρων, ό­σο ση­μα­ντι­κή και αν εί­ναι, α­νή­κει σε βαθ­μί­δα ή ε­πί­πε­δο κά­τω α­πό την θε­ο­λο­γί­α του Λα­τι­νι­κού Με­σαί­ω­να (της Δύ­σης) - Latin Middle Ages (Σχο­λα­στι­κι­σμός), και αυ­τή η θε­ο­λο­γί­α χα­μη­λό­τε­ρη α­πό τις νέ­ες ι­δέ­ες που α­κο­λού­θη­σαν, ό­πως, του Βα­τι­κα­νού 2 - Vatican II.

Συ­νε­πώς, ο Ρω­μαιο­κα­θο­λι­κι­σμός φα­ντά­ζε­ται τη θε­ο­λο­γί­α του να υ­ψώ­νε­ται σε στά­δια, σε ψη­λό­τε­ρα και πιο ευ­κρι­νώς ο­ρι­σμέ­να ε­πί­πε­δα γνώ­σης. Οι δι­δα­σκα­λί­ες των Πα­τέ­ρων, ό­σο ση­μα­ντι­κές και αν εί­ναι, δεν παύ­ουν ν’ α­νή­κουν σ’ έ­να στά­διο ή ε­πί­πε­δο χα­μη­λό­τε­ρο της θε­ο­λο­γί­ας του Δυ­τι­κού Με­σαί­ω­να (Σχο­λα­στι­κι­σμός), και αυ­τή η θε­ο­λο­γί­α δεν παύ­ει να εί­ναι «χα­μη­λό­τε­ρη» α­πό τις νέ­ες ι­δέ­ες που προ­έ­κυ­ψαν με­τά α­πό αυ­τήν, ό­πως οι ι­δέ­ες του Βα­τι­κα­νού 2.

Ό­λες οι βαθ­μί­δες εί­ναι χρή­σι­μες, ό­λες εί­ναι πλού­τος· και οι θε­ο­λό­γοι ί­σως να ε­πι­κα­λού­νται τον Πα­τέ­ρα, για πα­ρά­δειγ­μα, αλ­λ’ ί­σως ε­πί­σης, να δρουν α­ντί­θε­τα σε κά­τι άλ­λο, α­νώ­τε­ρο ή νε­ώ­τε­ρο.

Σ’ αυ­τή τη βά­ση, θε­ω­ρί­ες ό­πως το δόγ­μα του “πα­πι­κού α­λάν­θα­στου” και “της α­μό­λυ­ντης σύλ­λη­ψης” της Παρ­θέ­νου Μα­ρί­ας (για την ο­ποί­α θα πού­με πε­ρισ­σό­τε­ρα) δι­καιο­λο­γη­μέ­να πα­ρου­σιά­ζουν στους Πι­στούς σαν α­να­γκαί­ες για την σω­τη­ρί­α τους.

Σε κάθε περίπτωση, η αλήθεια αυτών των δογμάτων πάντοτε ανήκε στην Χριστιανική Παράδοση. Απ’ την αρχή αυτής της Παράδοσης παρουσιάστηκαν σαν "νύξεις-hints," σπόροι που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να ανθίσουν.

3. Ο Θεός

Ο Ρωμαιοκαθολικισμός διδάσκει ότι η ανθρώπινη λογική μπορεί ν’ αποδείξει ότι υπάρχει Θεός· και ακόμα να συμπεράνει ότι Αυτός είναι αιώνιος, άπειρος, αγαθός, ασώματος, παντοδύναμος, παντογνώστης κτλ. Είναι το «πιο πραγματικό ον», το «πιο αληθινό ον». Οι άνθρωποι είναι σαν Αυτόν (analogous=ανάλογο), αλλά είμαστε ατελή όντα. Ο συγγραφές του 17ου αιώνα, ο Μπλέηζ Πασκάλ (Blaise Pascal), το έθεσε ορθότατα, όταν είπε ότι «ο Θεός του Ρωμαιοκαθολικισμού είναι ο Θεός των φιλοσόφων και των λογίων, όχι ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ.»

Σύμφωνα με τους Αγίους Πατέρες, η Ορθοδοξία διδάσκει ότι η γνώση του Θεού είναι εμφυτευμένη στην ανθρώπινη φύση και έτσι είναι που γνωρίζουμε την Ύπαρξή Του. Διαφορετικά, αν ο Θεός δεν μας μιλήσει, η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να γνωρίσει περισσότερα. Η σωτήριος γνώση του Θεού προέρχεται από τον Σωτήρα Χριστό. Μιλώντας στον Πατέρα Του είπε, "αύτη δε εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσι σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και όν απέστειλας Ιησούν Χριστόν." (Ιωάννου 17: 3).

Ο Ρωμαιοκαθολικισμός διδάσκει επίσης ότι στο Μέλλοντα Αιώνα, ο άνθρωπος με τη διάνοιά του και με τη βοήθεια της χάριτος θα δει-θεωρήσει την Ουσία του Θεού. Οι Πατέρες διακηρύσσουν ότι είναι αδύνατο να θεωρήσεις τον Θεό στην ίδια την Ουσία Του. Ούτε ακόμα και αυτή η θεία χάρις δεν θα μας δώσει τέτοια δυνατότητα. Οι σωσμένοι, εν τούτοις, θα δουν τον Θεό ως το δοξασμένο σώμα του Χριστού.

Ιστορικά η Ρωμαιοκαθολική θεολογία δεν έκανε ποτέ τη διάκριση ανάμεσα στην Ουσία του Θεού (αυτό που είναι) και στις Άκτιστες Ενέργειές Του (διά των μέσων που ενεργεί). Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς προσπάθησε να εξηγήσει αυτή τη διακριτή διαφορά μέσα από μία σύγκριση ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό. Ο ήλιος έχει τις ακτίνες του, ο Θεός τις Ενέργειές Του (εκ των οποίων, η Χάρις και το Φως). Διά των Ενεργειών του ο Θεός δημιούργησε, συγκρατεί και κυβερνά το σύμπαν. Διά των Ενεργειών Του, θα μεταμορφώσει την πλάση και θα την θεοποιήσει, δηλαδή, θα πληρώσει τη νέα κτίση με τις Ενέργειές Του όπως το νερό γεμίζει ένα σφουγγάρι.

Τελικά, ο Ρωμαιοκαθολικισμός διδάσκει ότι το Άγιο Πνεύμα "εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό" (filioque). Και λέγοντας αυτό αποκηρύσσει περιφρονώντας την Αποστολική Παράδοση που πάντα δίδασκε ότι ο Θεός Πατέρας είναι η μοναδική Πηγή ("μοναρχία") του Υιού και του Πνεύματος. Έτσι οι Λατίνοι πρόσθεσαν λόγια στο Σύμβολο της Πίστεως της 1ης Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας.

"Και εις το Πνεύμα το Άγιο το εκ του Πατρός και του Υιού εκπορευόμενον . . ."

Έκαναν αυτήν την αλλαγή βάσει της αυθεντίας του Πάπα, τον ενδέκατο (11ο) αιώνα, και όχι βάσει οιασδήποτε Συνόδου της όλης Εκκλησίας (Οικουμενική Σύνοδος).

4. Ο Χριστός

Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος; Οι Ρωμαιοκαθολικοί απαντούν με διαφορετικό τρόπο από τις διδαχές της Αγίας του Χριστού Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, η ο Ορθοδοξία διδάσκει ότι ο Χριστός, πάνω στο Σταυρό, θυσίασε «την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Ματθαίου 20:28). «Και γαρ ο υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών» (Μάρκου 10:45). Ένα «λύτρον» που πληρώνεται στον τάφο. Όπως απεκάλυψε ο Κύριος στον Προφήτη Ωσηέ (Ωσηέ 13:14), «εκ χειρός άδου ρύσομαι αυτούς (εμάς δηλαδή) και εκ θανάτου λυτρόσομαι αυτούς». Κατά μία έννοια, πληρώνει τα λύτρα στο διάβολο, που ήταν φύλακας του άδη και είχε τη δύναμη και το κράτος του θανάτου. (Εβραίους 2:14).

Ο άνθρωπος Χριστός παρέδωσε εθελοντικά τον Εαυτό Του στο Σταυρό. Πέθανε για όλους («λύτρον αντί πολλών» ή «των πολλών»). Όμως αναστήθηκε από τους νεκρούς με το σταυρωμένο Του σώμα. Ο Θάνατος δεν είχε καμία δύναμη να κρατήσει Αυτόν, τον Αρχηγό της Ζωής. Δεν έχει δύναμη πλέον πάνω σε κανένα. Το ανθρώπινο γένος έχει απολυτρωθεί από τον τάφο, από το διάβολο. Και το να είσαι ελεύθερος από το διάβολο σημαίνει ότι είσαι ελεύθερος από το θάνατο και την αμαρτία. Και το να είσαι ελεύθερος από αυτά σημαίνει ότι γινόμαστε σαν το Θεό (θέωση) και μπορούμε να ζήσουμε μαζί Του για πάντα.

Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική θεολογία, ο Θεός έγινε άνθρωπος για να ικανοποιηθεί η θεία Δικαιοσύνη που προσβλήθηκε από το προπατορικό αμάρτημα. Με άλλα λόγια, δηλαδή, ο Αδάμ με την αμαρτία του προσέβαλλε τον άπειρο και απαθή και ανενδεή Θεό και γι’ αυτό το λόγο η αμαρτία του είχε αιώνιες συνέπειες. Δεν ήταν μέσα στις δυνάμεις του ανθρώπου να επανορθώσει για την αρχική αμαρτία του Αδάμ που πέρασε σε μας˙ αλλά έχουμε υποχρέωση να επανορθώσουμε. Μόνο ο Χριστός που ήταν και Θεός και Άνθρωπος μπορούσε να αποκαταστήσει αυτό το «ζήτημα τιμής».

Πληρώνει το χρέος πεθαίνοντας πάνω στο Σταυρό. Ο θάνατός Του ξεπληρώνει αυτό που έκανε ο Αδάμ˙ η προσβολή αποσύρεται. Ο Θεός δεν είναι πια οργισμένος με τον άνθρωπο. Ο Χριστός ανασταίνεται από τους νεκρούς, η υπόσχεση ή η «εγγύηση» για το μέλλον του πιστού. Για πολύ καιρό, ανάμεσα στους Λατίνους, είτε στους απλούς πιστούς είτε στους λόγιους, δινόταν πολύ λίγη σημασία στο ιδανικό της θέωσης. Και αυτό είχε αιτία ότι οι απαραίτητες έννοιες που χρειάζονται για να γίνει αντιληπτό αυτό το δόγμα παραμελούνταν.

Η Ρωμαιοκαθολική θεολογία είναι συνήθως νομική και φιλοσοφική. Παράδειγμα, μια «έγκυρη» (νομικός όρος) βάπτιση εν Χριστώ είναι αποτέλεσμα της κατάλληλης προαιρέσεως (έχοντας το ίδιο νόημα όπως το βάπτισμα από την Εκκλησία) και χρησιμοποιώντας το κατάλληλο τύπο λέξεων κατά τη διάρκεια της τελετής του μυστηρίου. Έτσι λοιπόν, ακόμα και ένας αθεϊστής, υπό καταλλήλων συνθηκών, θα μπορούσε να βαπτίσει ένα πρόσωπο. «Ραντίζοντας» νερό (χρίσμα) πάνω στο κεφάλι του βαπτιζομένου είναι λογικό και επαρκές.

Τελευταία, κάποιοι Λατίνοι θεολόγοι αναθεωρούν τη Χριστιανική διδασκαλία της σωτηρίας (σωτηριολογία). Αρχίζουν να προσλαμβάνουν την ιδέα της θέωσης (με πρώτο βήμα το βάπτισμα) πολύ σοβαρά. Δικαίως ισχυρίζονται ότι είναι μέρος της Χριστιανικής παράδοσης αναφέροντας τον Άγιο Αυγουστίνο και άλλους Λατίνους Πατέρες. Αλήθεια είναι ότι μια επανάσταση στη θεολογία τους είναι απαραίτητη αν θέλουν να γίνει Αγιογραφική και πατρολογική˙ αν θέλουν να ελπίζουν ότι έστω κάποτε η θεολογία τους θα επιτύχει τη σωστή κατανόηση του Χριστού και της Σωτηρίας Του.

5. Η Εκκλησία

Η Ρωμαιοκαθολική άποψη για την Εκκλησία (εκκλησιολογία) διαφέρει κατά πολλούς τρόπους από αυτό που διδάσκει η Ορθοδοξία.

Οι Λατίνοι διδάσκουν ότι η ορατή κεφαλή της Εκκλησίας είναι ο Πάπας, ο διάδοχος του Αποστόλου Πέτρου, που διορίστηκε σε αυτή τη θέση από τον ίδιο τον Κύριο με τα λόγια Του, «καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω την εκκλησίαν μου…» (Ματθαίου 16:18).

Ο Πάπας, άρα, είναι «ο επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας», ο διδάσκαλός της, ο βικάριος (μεσίτης, αντιπρόσωπος) του Χριστού στη γη. Είναι ο ερμηνευτής της Χριστιανικής Παράδοσης. Όταν μιλάει για την όλη Εκκλησία (από καθέδρας = ex cathedra), το Άγιο Πνεύμα δεν του επιτρέπει να κάνει λάθος. Εκ τούτου, λοιπόν, είναι αλάθητος σε θέματα ήθους και δόγματος. Οι άλλοι επίσκοποι είναι οι υπαξιωματικοί του. Ο Πάπας είναι το σύμβολο της επισκοπικής ενότητας.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι όλοι οι επίσκοποι είναι ίσοι. Για την ακρίβεια υπάρχουν διαφορετικά επισκοπικά οφίκια (πατριάρχης, αρχιεπίσκοπος, μητροπολίτης, επίσκοπος)˙ ωστόσο ένας επίσκοπος είναι πάντα ένας επίσκοπος. Τέτοιες διαφορές έχουν μόνο εφαρμογή στη διοίκηση της εκκλησίας ή ενός αριθμού εκκλησιών και όχι στη φύση του επισκόπου. Ο πρόεδρος μιας συνόδου επισκόπων καλείται αρχιεπίσκοπος (Ελληνικό τυπικό) ή μητροπολίτης (Ρωσικό τυπικό).

Σύμφωνα με τη Λατινική εκκλησιολογία, κάθε τοπική ενορία είναι μέρος της παγκοσμίου ή της όλης Εκκλησίας. Το σύνολο των Καθολικών ενοριών αποτελούν το σώμα του Χριστού στη γη. Το ορατό Σώμα έχει μια ορατή κεφαλή, τον Πάπα. Από αυτό το ιδεατό της Εκκλησίας συνεπάγεται ότι κάθε τοπική ενορία έχει δύο κεφαλές: τον Πάπα και τον τοπικό επίσκοπο. Αλλά ένα σώμα με δύο κεφαλές είναι ένα τέρας. Επίσης, ο επίσκοπος φαίνεται να έχει απεκδυθεί το αποστολικό του κύρος, αν ο Πάπας μπορεί να φέρνει αντιρρήσεις στις εντολές του. Πράγματι, δεν μπορεί να γίνει επίσκοπος αν δεν το επιτρέψει ο Πάπας.

Η Ορθοδοξία διδάσκει ότι κάθε επίσκοπος είναι «η ζωντανή εικόνα του Χριστού», και το ποίμνίο του αποτελεί μια Εκκλησία σε ένα ορισμένο μέρος˙ ή, όπως λέει ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, η Εκκλησία του Χριστού είναι μέσα στον επίσκοπο, τους ιερείς και τους διακόνους, μαζί με το λαό που μαζεύονται γύρω από τη Θεία Ευχαριστία με πίστη αληθινή. Όλοι οι επίσκοποι και τα ποίμνία τους ενωμένοι έτσι μαζί συναποτελούν την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.

Με άλλα λόγια δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία χωρίς έναν επίσκοπο, ούτε επίσκοπος χωρίς Θεία Ευχαριστία και ούτε επίσκοπος ή Θεία Ευχαριστία χωρίς αληθινή πίστη, την Αποστολική Πίστη, «τη άπαξ παραδοθείσα τοις αγίοις πίστει.» «Η Εκκλησία είναι μέσα στον επίσκοπο και ο επίσκοπος μέσα στην Εκκλησία», έγραψε ο Άγιος Κυπριανός ο Καρχηδόνιος.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει Εκκλησία εκεί που δεν υπάρχει επίσκοπος και δεν υπάρχει επίσκοπος όπου δεν υπάρχει διαδοχή επισκοπική από τους Αποστόλους (αποστολική διαδοχή)˙ και δεν μπορεί να υπάρχει διαδοχή από επισκόπους χωρίς την πίστη των Αποστόλων.

Επίσης δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία χωρίς τη Θεία Ευχαριστία, το Μυστήριο της ενότητας, γιατί η Εκκλησία λαμβάνει μορφή μέσα από Αυτό το Μυστήριο. Το Σώμα και το Αίμα του Χριστού ενώνει τους εν Θεώ Πιστούς: Αυτή η αδελφότητα ή η κοινωνία ανθρώπων είναι ο συνολικός σκοπός του Χριστιανισμού. Ενώ ταυτόχρονα δεν μπορεί να υπάρξει Θεία Κοινωνία – ούτε τα υπόλοιπα Μυστήρια – χωρίς έναν επίσκοπο που διδάσκει την αληθινή πίστη στους βαπτισμένους.

6. Οι Άγιοι Κανόνες

Ένας κανόνας είναι ένας «νόμος» ή ένας «οδηγός» για να διοικηθεί η Εκκλησία. Οι κανόνες δημιουργήθηκαν από τους Αποστόλους, τους Πατέρες, τις τοπικές ή τις περιφερειακές και γενικές ή τις οικουμενικές Συνόδους. Μόνο ο επίσκοπος σαν κεφαλή της εκκλησίας τους εφαρμόζει. Μπορεί να τους χρησιμοποιήσει με αυστηρότητα («ακρίβεια») ή με επιείκεια («οικονομία»). "Strictness" is the nkrm.

Αντίθετα με τους Λατίνους, η Ορθόδοξη Εκκλησία δε σκέφτεται τους κανόνες σαν νόμους, δηλαδή, σα να καθορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις ή να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα˙ μάλλον, η Ορθοδοξία αντιμετωπίζει τους κανόνες σαν τα μέσα να προωθεί το «νέο άνθρωπο» ή «το νέο πλάσμα» στην υπακοή. Είναι διδακτικοί της αρετής. Σκοπεύουν να παράγουν αγιότητα.

Οι Λατίνοι συνεχίζουν να αλλάζουν τους κανόνες τους αγνοώντας τους παλιούς για τους καινούργιους. Όχι περισσότερο από δύο δεκαετίες πριν, η Ρώμη αναθεώρησε το Κανονικό Δίκαιό της. Συντάσσει νέους κανόνες ,για να συμπορεύεται με τις νέες εποχές. Από την άλλη μεριά, η Ορθοδοξία, μολονότι προσθέτει κανόνες κατά καιρούς και μέρη, ποτέ δεν πετάει τους παλιούς, γιατί και αυτοί είναι εμπνευσμένοι από το Άγιο Πνεύμα. Εν πάση περιπτώσει, τα ανθρώπινα προβλήματα και οι πνευματικές ανάγκες κατά βάση δεν αλλάζουν. Οι νέοι κανόνες είναι γενικά απλές βελτιώσεις των παλιών κανόνων.

7. Τα Μυστήρια

Αμφότεροι οι Ορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί αναγνωρίζουν τουλάχιστον επτά Μυστήρια: τη Θεία Ευχαριστία, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, τη Χειροτονία, τη Μετάνοια, το Γάμο και το Ευχέλαιο υπέρ των πασχόντων (το οποίο οι Λατίνοι παραδοσιακά ονομάζουν το «Έσχατο Μύρο» και το διατηρούν για τους νεκρούς).

Όσον αφορά τα Μυστήρια γενικότερα, οι Ορθόδοξοι διδάσκουν ότι τα υλικά στοιχεία (το ψωμί, το κρασί, το νερό, το λάδι κτλ) μετουσιώνονται με την επίκληση του Αγίου Πνεύματος. Ο Ρωμαιοκαθολικισμός πιστεύει ότι τα Μυστήρια έχουν ισχύ εξαιτίας του ιερέα που δρα σαν «αντιπρόσωπος του Χριστού».

Την ίδια στιγμή, οι Λατίνοι ερμηνεύουν τα Μυστήρια με μια νομικίστικη και φιλοσοφική οδό. Αφού στη Θεία Ευχαριστία χρησιμοποιώντας τα κατάλληλα υλικά (ψωμί και κρασί) και προφέροντας τη κατάλληλη φόρμουλα λέξεων γίνεται η μετουσίωση σε Σώμα και Αίμα Χριστού, τότε τα ορατά στοιχεία ή η Θεία Ευχαριστία και τα υπόλοιπα Μυστήρια είναι απλά «σημάδια» της παρουσίας του Θεού.

Οι Ορθόδοξοι ονομάζουν τη Θεία Ευχαριστία «το Μυστικό Δείπνο». Αυτό που μεταλαμβάνουν οι ιερείς και οι πιστοί είναι μυστηριωδώς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Τον λαμβάνουμε με τη μορφή του «άρτου και του οίνου», γιατί θα ήταν ακραία αποκρουστικό να τρώμε αληθινές ανθρώπινες σάρκες και να πίνουμε αληθινό ανθρώπινο αίμα.

Σύμφωνα με τις Ρωμαιοκαθολικές διδαχές για τα Μυστήρια (μυσταγωγία), ένας άνθρωπος γίνεται μέρος της Εκκλησίας διά του Βαπτίσματος. Η «Προπατορική Αμαρτία» ξεπλένεται. Η Ορθοδοξία διδάσκει το ίδιο, αλλά η έννοια της «προπατορικής αμαρτίας» ή της «κληροδοτούμενης ενοχής» (από τον Αδάμ) δεν παίζει ρόλο στο σκεπτικό της. Θα ειπωθούν περισσότερα αργότερα γι’ αυτό το θέμα.

Οι Ρωμαιοκαθολικοί μιλούν για «Επικύρωση» και οι Ορθόδοξοι για «Χρίσμα». Η «Επικύρωση» είναι ξεχωρισμένη από το Βάπτισμα και γίνεται από τον επίσκοπο και όχι από τον ιερέα˙ αλλά το «Χρίσμα» γίνεται με το Βάπτισμα από έναν ιερέα που έχει λάβει το «χρίσμα» από τον επίσκοπο. Το Μυστήριο της «Επικύρωσης» ή του «Χρίσματος» σημαίνουν αμφότερα τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Οι Λατίνοι καθυστερούν να «επικυρώσουν» (με την «πρώτη Θεία Κοινωνία») τα βαπτισμένα νήπια όχι περισσότερο από επτά χρόνια, τόσο δηλαδή, ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν το δώρο του Θεού.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία συνδέει το Βάπτισμα, το Χρίσμα και τη Θεία Κοινωνία. Πρώτα η τριπλή κατάδυση στο αγιασμένο νερό, ο «νέος Χριστιανός» αναδύεται από το νερό με τη συνεργεία του Αγίου Πνεύματος που τον οδηγεί σε ένωση με το Θεό. Αυτός είναι ο σκοπός της συμμετοχής στην Εκκλησία.

Η χειροτονία είναι η τελετή η οποία με τη χάρη και την επίκληση του Αγίου Πνεύματος ανυψώνει τον άντρα από άνθρωπο σε ιερέα. Η ιερατική χειροτονία έχει τρεις τάξεις: επίσκοπος, πρεσβύτερος και διάκονος. Όλοι οι χριστιανοί είναι ιερείς με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος από τη βάπτιση τους εν Χριστώ ο Οποίος είναι ο Ιερέας, ο Προφήτης και ο Βασιλιάς – και γι’ αυτό το λόγο ο Απόστολος Πέτρος αναφέρεται στην Εκκλησία σαν το «βασίλειο ιεράτευμα» (1η Πέτρου 2:9). Ο επίσκοπος είναι ο «αρχιερέας», ο «προεστός»της Θείας Ευχαριστίας και όλων των μυστηρίων. Οι πρεσβύτεροι και οι διάκονοι είναι οι βοηθοί του. Οι Λατίνοι πιστεύουν ότι ο πρεσβύτερος ενεργεί «εν προσώπω Χριστού», όταν στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει απλά και μόνο τον επίσκοπο, ο οποίος είναι «εικόνα Χριστού».

Κατά γράμμα, η Μετάνοια – που αποκαλείται και συχνά «Εξομολόγηση» – πρέπει μόνο να προσλαμβάνεται από τον πιστό σαν μέσο επανένταξής του στην Εκκλησία. Για μεγάλο διάστημα, η Μετάνοια ή η εξομολόγηση των αμαρτιών, η προσευχή και η νηστεία εφαρμόζονταν μόνο σε αυτούς που είχαν αφορισθεί από την Εκκλησία ή σε αυτούς που οι οποίοι εθελοντικά είχαν αποστατήσει. Η παρούσα τακτική είναι να λαμβάνει κανείς τη Μετάνοια από έναν επίσκοπο ή πρεσβύτερο για κάποια σοβαρή αμαρτία πριν λάβει την Αγία Κοινωνία.

Αμφότεροι οι Ορθόδοξοι και Ρωμαιοκαθολικοί θεωρούν τη Μετάνοια σαν Μυστήριο, έχοντας διαφορετικούς τύπους να την πλαισιώνουν, όπως ο θάλαμος εξομολογήσεως στους τελευταίους.

Για τους Ρωμαιοκαθολικούς, ο Γάμος είναι ένας δεσμός, φαινομενικά ένα απαραβίαστο συμβόλαιο. Ο άντρας και η γυναίκα παντρεύουν τους εαυτούς τους με την «εκκλησία» (τον επίσκοπο ή τον ιερέα) να παρίσταται σαν μάρτυρας του συμβολαίου. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει διαζύγιο υπό οποιαδήποτε συνθήκη. Και διαζύγιο μπορεί να μην υπάρχει, αλλά υπάρχει αναίρεση του γαμήλιου συμβολαίου, αν εντοπισθεί κάποιο κανονικό ελάττωμα, που να καταστήσει το συμβόλαιο άκυρο και χωρίς ισχύ (σαν να μη συνέβη ποτέ).

Στην Ορθοδοξία ο Γάμος δεν είναι ένα συμβόλαιο· είναι η μυστηριακή ή μυστική ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας – σαν μίμηση της σχέσεως Χριστούς και Εκκλησίας – εν παρουσία του όλου Λαού του Θεού και δια του επισκόπου Της ή του πρεσβυτέρου Της. Γι’ αυτό και το διαζύγιο απαγορεύεται εξίσου, αλλά σαν συνέπεια της ανθρώπινης αδυναμίας, επιτρέπεται στην περίπτωση μοιχείας. Επιτρέπονται δεύτερος και τρίτος γάμος – όχι σαν νομικό ζήτημα – ένεκα ελέους σαν περαιτέρω συγκατάβαση στην ανθρώπινη αδυναμία (π.χ. μετά το θάνατο ενός συζύγου). Αυτό το μυστήριο, όπως όλα τα Μυστήρια, ολοκληρώνεται με την Ευχαριστία, καθώς αναφέρει ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.

Όπως αναφέραμε, οι Λατίνοι λαμβάνουν το Έσχατο Μύρο σαν το τελευταίο Μυστήριο, το Μυστήριο που προετοιμάζει τον πιστό για το θάνατο, το καθαρτήριο για τον Μέλλοντα Αιώνα. Στην Ορθοδοξία το Ευχέλαιο λαμβάνεται προς θεραπεία. Συνήθως η αρρώστια προκαλείται από την αμαρτία· γι’ αυτό το Ευχέλαιο περιείχε και την Εξομολόγηση των αμαρτιών. Στο τέλος της ακολουθίας ο μυρωμένος λαμβάνει τη Θεία Ευχαριστία.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία επίσης αναγνωρίζει τη βασιλεία, την ευλογία των υδάτων, κ.ά. σαν μυστήρια.

8. Η Φύση του Ανθρώπου

Η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκε καλή, ακόμη σε επικοινωνία με την ευλογημένη Αγία Τριάδα που την έφτιαξε. Ο άνδρας και η γυναίκα δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού (Γεν. 1:26): ομοίωση διά της χάριτος του Θεού και εικόνα με σκοπό να κυριαρχήσουν πάνω στη γη με λογική, σύνεση και ελευθερία. Η γυναίκα δημιουργήθηκε σαν βοήθεια και ταίρι στον άντρα (Γεν. 2:18, 1η Κορινθ. 11:8-9). Δημιουργήθηκαν για να ζουν μαζί σε αρμονία και αμοιβαίο σεβασμό.

Μέχρι τώρα η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία συμφωνεί με την Ορθόδοξη· έχει διαφορές, όμως, στη φύση της πτώσης του ανθρώπου και των ανθρώπινης κατάστασης. Σύμφωνα με τον Αυγουστίνο του Χίππο, οι Λατίνοι διδάσκουν ότι ο Αδάμ και η Εύα αμάρτησαν εναντίον του Θεού. Η ενοχή της αμαρτίας του κληρονομήθηκε από κάθε άνθρωπο, άντρα, γυναίκα και παιδί μετά από αυτούς. Όλη η ανθρωπότητα υπόκειται στην «προπατορική αμαρτία» τους.

Σύμφωνα με τους Αγίους Πατέρες, η Ορθόδοξη εκκλησία πιστεύει ότι, όταν ο Αδάμ αμάρτησε ενωπίον και εναντίον του Θεού, εισήγαγε το θάνατο στον κόσμο. Από τότε όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με τη πεπτωκούσα φύση του Αδάμ και κληρονομούν το θάνατο. Θάνατος σημαίνει ότι κάθε ανθρώπινη ζωή φτάνει σε ένα τέλος (θνητότητα)· αλλά επίσης ο θάνατος ενεργοποιεί μέσα μας και τα φθοροποιά πάθη (θυμό, μίσος, λαγνεία, απληστία κτλ.), την ασθένεια και το γήρας.

Ο Ρωμαιοκαθολικισμός συνηθίζει να δίνει μικρής σημασία στην Ορθόδοξη αντίληψη του ανθρώπου σαν σκλάβου στο θάνατο μέσα από τα πάθη, όσο και της παραπλάνησής του από το διάβολο. Τουναντίον, ο διάβολος έχει παραγκωνιστεί. Έτσι, η Σταύρωση γίνεται αντιληπτή σαν το μαρτύριο του Χριστού για το ανθρώπινο γένος («αποκαταστατική εξιλέωση»), όταν, στην πραγματικότητα, ο Χριστός υπέφερε και πέθανε στο Σταυρό για να κατακτήσει το βασίλειο του διαβόλου και να καταστρέψει τη δύναμή του, το θάνατο.

Πάντοτε, η Ορθοδοξία έδινε μεγάλο βάρος στην «κυριαρχία πάνω στα πάθη» μέσα από την προσευχή (κοινή λατρεία και προσωπικοί αγώνες), τη νηστεία (αυταπάρνηση) και την θεληματική υποταγή καθώς και τη συχνή συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία, όπως και όλα τα Μυστήρια. Εξ ου, και η υψηλότερη μορφή Χριστιανικής ζωής («η υπέρτατη φιλοσοφία») είναι η μοναστική ζωή, γιατί εδώ όλη η ανθρώπινη ενέργεια αφιερώνεται στον αγώνα για την τελειότητα και την ένωση με τον Θεό.

Ο μοναχισμός, με αυτήν την έννοια, έχει εκλείψει. Σαν αυτοαποκαλούμενη «υπερφυσική θρησκεία» έχει τελικά απογίνει «κοσμική».Γι’ αυτό και εγκαταλείποντας τη μεσαιωνική κληρονομιά της Ανατολής και την αντίληψη του ανθρώπου, της φύσης του και του προορισμού του, έχει καταλήξει εγκόσμια.

9. Η Μητέρα του Θεού

Η δογματική για τη θέση και το πρόσωπο της Αγία Μητέρας και Παρθένου Μαρίας στην Εκκλησία αποκαλείται «μαριολογία». Και οι Ορθόδοξοι και οι Καθολικοί πιστεύουν ότι είναι μητέρα του Θεού (Θεοτόκος, Θεονύμφευτη και Ανύμφευτη) και Αειπάρθενος Μαρία.

Ωστόσο, οι Ορθόδοξοι αντιδρούν στο Ρωμαιοκαθολικό «δόγμα της Αμώμητης Σύλληψης (κατανόησης) της Παρθένου Μαρίας», που ορίστικε ως «από την πίστη» του Πάπα Πίου του 9ου, στις 8 Δεκεμβρίου του 1854. Αυτό το δόγμα υποστηρίζει ότι από την πρώτη στιγμή της συλλήψεώς της, η Ευλογημένη Παρθένος Μαρία ήταν, διά της μοναδικότερης χάρης και δωρεάς του Παντοδύναμου Θεού και δεδομένων των χαρίτων του Θεανθρώπινου και Τελείου προσώπου του Ιήσου Χριστού, του Λυτρωτή και Σωτήρα του ανθρώπινου γένους, και η Ίδια διαφυλαγμένη από κάθε μώμο της Προπατορικής αμαρτίας. Είναι δόγμα που θεωρείται αποκάλυψη Θεού και γι’ αυτό πιστεύεται ακλόνητα και σταθερά από όλους τους πιστούς.

Τέτοια θεωρία δεν έχει καμία βάση στις Γραφές ούτε στους Πατέρες. Περιέχει πολλές επινοήσεις (όπως «οι χάριτες του Χριστού») που επίσης δεν έχουν αποστολική βάση. Η επινόηση ότι ο Κύριος και οι Άγιοί Του παρήγαγαν περισσότερη από την απαραίτητη χάρη. Αυτή η υπερβολή έχει εφαρμογή και σε άλλα δόγματα, όπως το καθαρτήριο (βλ. παρακάτω).

Για να επιστρέψουμε, όμως, η Εκκλησία δεν παραδέχεται ότι ακόμα και η Μητέρα του Θεού γεννήθηκε με την κληρονομητέα ενοχή του Αδάμ· κανείς δεν την έχει. Ωστόσο, κληρονόμησε τη θνητότητα που επέρχεται σε όλους από την πτώση του Αδάμ.

Γι’ αυτό το λόγο και δεν υπάρχει η ανάγκη να κάνουμε αυτό που έκαναν οι Λατίνοι θεολόγοι, να εφεύρουμε δηλαδή μια θεωρία για να υποστηρίξουμε το δόγμα της Άμωμης Συλλήψεως ούτε να το διδάξουμε λόγω των «χαρίτων του Χριστού». Το Άγιο Πνέυμα είχε τη δύναμη να την εμποδίσει να κληρονομήσει την ενοχή του Αδάμ.

Γεννήθηκε, όπως και κάθε άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Το Άγιο Πνεύμα προετοίμασε την Παρθένο Μαρία για το ρόλο της σαν Μητέρα του Θεού. Επλήσθη με την αδημιούργητη ενέργεια του Αγίου Πνεύματος του Θεού για να μπορέσει να γίνει άξιο δοχείο της ενσάρκωσης του Θεού Λόγου. Παρ’ όλα αυτά, αρκετοί Πατέρες παρατήρησαν ότι πριν από την Ανάσταση του Υιού της, είχε αμαρτήσει. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει στο Γάμο της Κανά πήρε την πρωτοβουλία να Του πει τι να κάνει (Ιωαν. 2:3-4), που είναι απόδειξη της θνητότητάς της.

Λαμβάνοντας το Άγιο Πνεύμα ακόμα μία φορά την ημέρα της Πεντηκοστής, χαριτώθηκε να κοιμηθεί χωρίς να αμαρτήσει πλέον. Εξαιτίας του μοναδικού της ρόλου στο Θείο Σχέδιο («οικονομία» ή «θέλημα»), αναλήφθηκε στον Ουρανό με τη ψυχή και το σώμα. Τώρα κάθεται στα πόδια του Υιού της μεσιτεύοντας για όλους που επικαλούνται το έλεός Της. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμάει το θαύμα της «μετάστασής» Της την ημέρα της κοιμήσεώς Της, την 15η του Αυγούστου, όμοια με τους Παπικούς.

Και οι δύο επίσης πιστεύουν στις μεσολαβήσεις της Παρθένου Μαρίας και όλων των Αγίων. Τέτοιες ενέργειες απεικονίζουν την ενότητα της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας στον Ουρανό και της Στρατευομένης στη γη.

Επίσης και οι δύο πιστεύουν ότι κατά μία έννοα η Μητέρα του Θεού είναι η Εκκλησία. Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Αυτοί που ανήκουν στην Εκκλησία ταυτίζονται με το Θεό. Αλλά είναι επίσης και ο «Αδερφός» μας (Ρωμ. 8:29). Αν ο Χριστός είναι ο αδερφός μας, τότε η Παναγία είναι η Μητέρα μας. Η Εκκλησία, όμως, είναι μητέρα διά του Βαπτίσματος. Άρα η Παρθένος Μαρία είναι η Εκκλησία.

10. Εικόνες

Η εικόνα είναι μια καλλιτεχνική απεικόνιση του Χριστού, της Μητέρας του Θεού και των Αγίων. Ο Θεός Πατέρας δεν μπορεί να ζωγραφισθεί, γιατί δεν έχει ποτέ ειδωθεί. Ο Θεός το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται σαν περιστέρι και σαν γλώσσες φωτιάς. Μπορεί να ειδωθεί με αυτό τον τρόπο. Ο Θεός Υιός έγινε άνθρωπος και γι’ αυτό μπορεί να ζωγραφισθεί στην ανθρώπινη μορφή Του.

Οι εικόνες είναι περισσότερο από ιερές απεικονίσεις. Τα πάντα γύρω τους είναι θεολογικό. Π.χ. οι εικόνες είναι πάντοτε επίπεδες ώστε εμείς που κατοικούμε στο φυσικό κόσμο να καταλαβαίνουμε ότι ο πνευματικός κόσμος όπου κατοικούν ο Χριστός, η Μητέρα Του, οι άγγελοι, οι Άγιοι και οι κοιμηθέντες είναι ένας κόσμος μυστηριακός όπου οι πέντε μας αισθήσεις δεν μπορούν να εισχωρήσουν.

Εθιμοτυπικά ο Ρωμαιοκαθολικισμός έχει μέσα στην παράδοση του εισάγει στη λατρεία του αγάλματα. Τα αγάλματα μιμούνται τη ζωή και είναι τρισδιάστατα. Φαίνονται να μιμούνται την τέχνη της αρχαίας Ελλάδας. Και οι δύο τέχνες είναι νατουραλιστικές. Οι Λατίνοι απεικονίζουν τον Χριστό, τη Μητέρα Του και τους αγίους ακόμα και τους αγγέλους σαν να βρίσκονται σε μία κατάσταση φυσική. Αυτός ο νατουραλισμός πηγάζει από τη μεσαιωνική ιδέα ότι η «χάρη τελειοποιεί τη φύση».

Το πρόσωπο ή τα πρόσωπα απεικονίζονται στην εικόνα σαν θεοποιημένα. Ο άντρας ή γυναίκα δεν είναι ένα τέλειο ανθρώπινο ον, αλλά πολλά περισσότερα Είναι μετασχηματισμένοι και δοξασμένοι. Έχουν μια ανανεωμένη και χαριτωμένη ανθρωπιά.

Είναι σημαντικό να θυμηθούμε τη Λατινική θεωρία της χάριτος: Έχει δημιουργηθεί από το Θεό για τον άνθρωπο. Η Ορθοδόξια διδάσκει ότι η χάρη είναι αδημιούργητη και έχει αντίκτυπο σε όλη τη δημιουργία. Είναι μια μυστηριώδης προέκταση της Θείας Φύσεως. Η Ορθόδοξη εικονογραφία απεικονίζει αυτή την αλήθεια, όπως και τα Ρωμαιοκαθολικά αγάλματα απεικονίζουν την δική τους ιδέα για τη χάρη.

Και πάλι, οι εικόνες είναι ένα ζωτικό κομμάτι της Ορθόδοξης ευσέβειας. Οι Ορθόδοξοι τιμάνε και ασπάζονται τις εικόνες, μια εκδήλωση που περνάει από την εικόνα στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα που απεικονίζονται σε αυτές. Οι εικόνες δεν είναι είδωλα και οι Ορθόδοξοι δεν τις λατρεύουν. Η λατρεία είναι μόνο προς το Θεό. Τα αγάλματα που υπάρχουν στους Ρωμαικαθολικούς ναούς δεν προσκυνούνται συνήθως. είναι περισσότερο για οπτική βοήθεια και διακοσμητική αισθητική.

11. Καθαρτήριο

Το καθαρτήριο είναι μια κατάσταση των κεκοιμημένων πριν από την τελική κρίση. Σύμφωνα με τη Ρωμαιοκαθολική θεολογία, αυτές οι ψυχές προορίζονται για τον Παράδεισο (με μερικές εξαιρέσεις) πρέπει να υπομείνουν μια κατάσταση εξαγνισμού ή καθάρσεως. Πρέπει να καθαριστούν από τις αμαρτίες που διέπραξαν στη γη. Οι υπόλοιποι πάνε στην κόλαση για αιώνια τιμωρία.

Επιπλέον, από το «θησαυροφυλάκιο» των χαρίτων ή της πλεονάζουσας χάρης που συγκεντρώνεται από την αρετή του Χριστού, της Παρθένου Μαρίας και των αγίων, μπορούν να παραχωρηθούν αφέσεις αμαρτιών. Η χάρη εφαρμόζεται σε όσους βρίσκονται στο καθαρτήριο για να ελαχιστέψει η παραμονή τους εκεί.

Η Ορθοδοξία διδάσκει ότι, μετά την αναχώρηση της από το σώμα, η ψυχή ταξιδεύει στην κατοικία των νεκρών (Άδης). Υπάρχουν εξαιρέσεις, όπως η Θεοτόκος, που μεταφέρθηκε από τους αγγέλους κατευθείαν στον Παράδεισο. Όσο για τους υπόλοιπους, πρέπει να παραμείνουμε σε αυτήν την αναμονή, γιατί άλλοι δέχονται μια πρόγευση της δόξας που πρόκειται να έρθει και άλλοι για να προγευθούν την τιμωρία. Η κατάσταση της αναμονής αποκαλείται «Ιδιαίτερη Κρίση».

Όταν ο Χριστός επιστρέψει, η ψυχή θα ξαναεισέλθει στο αναστημένο σώμα για κριθεί από Αυτόν. Οι καλοί και πιστοί υπηρέτες θα κληρονομήσουν την αιώνια ζωή, οι κακοί και άπιστοι υπηρέτες θα περάσουν το υπόλοιπο της αιωνιότητας στην Κόλαση. Οι αμαρτίες και η απιστία τους θα τους βασανίζουν σαν φωτιά.

12. Άλλες Διαφορές

Υπάρχουν και άλλες μικροδιαφορές ανάμεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και την Ρωμαιοκαθολική.

Οι Ορθόδοξοι δεν νηστεύουν τα Σάββατα (εκτός του Μεγάλου Σαββάτου) και τις Κυριακές.Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν έχουν τέτοιον περιορισμό.

Οι Ορθόδοξοι δεν γονατίζουν τις Κυριακές ούτε έχουν τις «Στάσεις (Χαιρετισμοί) του Σταυρού».

Οι Ορθόδοξοι πρεσβύτεροι και διάκονοι μπορούν να παντρευτούν πριν την χειροτονία τους· ολόκληρος ο Ρωμαικαθολικός κλήρος είναι άγαμοι.

Οι Ορθόδοξοι λατρεύουν προς την Ανατολή· οι Ρωμαικαθολικοί δεν το θεωρούν απαραίτητο.

Στην Ορθόδοξη Λειτουργία, ο «άρτος» της Ευχαριστίας είναι ζυμωτός, ενώ στην Ρωμαικαθολική Λειτουργία είναι άζυμος.

Οι Ορθόδοξοι πιστοί λαμβάνουν και το Σώμα και το Αίμα του Χριστού στη Θεία Κοινωνία, ενώ οι Καθολικοί μόνο το Σώμα, τον άρτο (Όστια).

Δεν υπάρχουν τάξεις στους Ορθόδοξους μοναχούς (στους άντρες ή στις γυναίκες) όπως υπάρχουν στους Ρωμαικαθολικούς (Ιουσίτες, Δομινικανοί, Βενεδικτιανοί, Σιστερσιανοί κτλ.). Πιο πρόσφατα πολλοί Ρωμαιοκαθολικοί μοναχοί και μοναχές έχουν βγάλει τα παραδοσιακά ράσα τους.

Οι Ορθόδοξοι κληρικοί φέρουν γενειάδες, ενώ οι παπικοί είναι γενικά ξυρισμένοι.

Υπάρχουν πολλές άλλες διαφορές σαν αποτέλεσμα της κουλτούρας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι πολλές από αυτές τις διαφορές, άσχετα με το πόσο ουσιαστικές είναι, δεν έχουν εφαρμογή στη σύγχρονη θρησκευτική κατάσταση. Ο Οικουμενισμός έχει φέρει μεγάλη σύγχυση, σε σημείο να μην είναι πάντα εύκολο να πεις με ακρίβεια τι πιστεύουν οι Ρωμαιοκαθολικοί, ενώ από την άλλη να βλέπεις πολλούς επονομαζόμενους Ορθόδοξους Χριστιανούς να έχουν εγκαταλείψει τις παραδοσιακές διδασκαλίες της Εκκλησίας τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου