Ταφή ή καύση;
Πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού,
Καθηγητού Πανεπιστημίου
Η ταφή των νεκρών είναι δομικό στοιχείο του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και θεμελιώδης πρακτική της Ορθοδόξου παραδόσεως. Ιστορικά αποδεικνύεται πεπλανημένη και κυρίως παραπειστική η θέση, ότι η ταφή συνδέεται με τον εβραϊκό πολιτισμό, ενώ η καύση με τον ελληνικό. Το ορθό ιστορικά είναι, ότι υπήρχαν περιπτώσεις καύσεως των νεκρών στην ελληνική αρχαιότητα, αλλά ο κανόνας ήταν η ταφή τους. Κλασσικές αποδείξεις: ο τύμβος του Μαραθώνος, τα πάμπολλα ταφικά ευρήματα (σκελετούς ανακαλύπτουμε) ως σήμερα, ο επιτάφιος του Περικλέους (περιεφέρετο κλίνη κενή για τους μη ταφέντες στον πόλεμο), στους τάφους των Μυκηνών ανακαλύπτουμε σκελετούς, ο αββάς Σισώης το λείψανο (σκελετό) του Μ. Αλεξάνδρου είδε τον 4ο μ.Χ. αιώνα και το κλασσικότερο παράδειγμα η τραγωδία του Σοφοκλέους "Αντιγόνη", που έθαψε τον "προδότη", κατά τον Κρέοντα, αδελφό της (ήταν εξευτελισμός η μη ταφή του ανθρώπου και επιβαλλόμενη ποινή για τους προδότες).
Η καύση συνδέεται παντού (Ελλάδα, Ανατολή και Δύση) με υποτίμηση του σώματος και θεώρησή του ως κακού και, τελικά, περιφρόνησή του. Χριστιανικά το σώμα γίνεται "ναός" του Θεού, θεώνεται κατά χάριν μαζί με την ψυχή ("το συναμφότερον") και συνδοξάζεται. Γι' αυτό ο Χριστός ετάφη και έκτοτε όλοι οι Χριστιανοί, Άγιοι και μη, από τον Πρόδρομο και τον Στέφανο ως σήμερα. Μέσω της ταφής σώθηκαν τα άφθαρτα και ακέραια λείψανα των Αγίων (ως οι άγιοι Σπυρίδων, Γεράσιμος, Διονύσιος κ.λ.π.), φανερώσεις της θεώσεως. Η Νεκρώσιμος Ακολουθία, από τα σημαντικότερα κείμενα της παγκοσμίου φιλολογίας, αναπτύσσει θεολογικά τη φυσική λύση του ανθρωπίνου σώματος, όπως φυσική (χάριτι Θεού) είναι και η σύστασή του από το "μη Είναι" στο "Είναι" (από την ανυπαρξία στην ύπαρξη).
Χριστιανικά η αστασίαστη επί 20 αιώνες ταφή (μιλώ για την Ορθοδοξία) είναι, παρά τις δηλώσεις των μοντερνιζόντων θεολόγων, "δόγμα" (διδασκαλία) πίστεως. Ανήκει δε, στα κατά τον Μ. Βασίλειο "άγραφα" της πίστεως, όπως το σημείον του σταυρού, η στροφή των ναών κατ΄ ανατολάς, η τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο Βάπτισμα κ.π.α., που δεν διετυπώθησαν γραπτώς ποτέ και εν τούτοις είναι μόνιμη και απαρασάλευτη ομολογία του Ορθοδόξου Σώματος, έχουν δε "την αυτήν ισχύν προς την ευσέβειαν". Το ίδιο και η ταφή. Κανείς θεολόγος, όσο "σπουδαίος" και αν φαίνεται, δεν μπορεί να γίνει κανόνας πίστεως, παρά μόνο η πράξη των Αγίων μας, όπως ο Μ. Βασίλειος.
Πιστεύω όμως, ότι ο ισχυρότερος λόγος, για να μείνουμε στην παράδοση της ταφής οι σημερινοί Έλληνες, είναι ο πολιτιστικός. Η ταφή είναι αστασίαστο συστατικό του πολιτισμού μας. Πολιτισμός δε, είναι η πραγμάτωση χωροχρονικά της ψυχής μας. Όσοι, μέσα από βουδισμούς και ινδουισμούς ή ό,τι άλλο, οικοδόμησαν μέσα τους άλλη συνείδηση, δεν μπορούν να επιβάλλουν την άποψή τους στους πολλούς, διότι αυτό θα είναι όντως "φασιστική" και μη δημοκρατική στάση. Θα έλεγα μάλιστα, ότι αυτό ισχύει όχι μόνο με την ταφή των νεκρών μας, που συνδέθηκε με τόσες πρακτικές και έθιμα του λαού μας (καρδιά του πολιτισμού μας βάπτιση, γάμος, κηδεία-υπαρξιακά γεγονότα της ζωής), αλλά και με φαινομενικά ασήμαντα στοιχεία, όπως λ.χ. το σουβλάκι, το κοκορέτσι, η ρετσίνα κ.τ.ο. Οι Ευρωπαίοι Εταίροι μας θέλουν ένα - ένα να μας καταργήσουν (π.χ. το κοκορέτσι), για να τρωμε γερμανικά "χάμπουργκερ" και να πίνουμε ζεστή μπύρα Βαυαρίας. Αυτό, όσο και αν φαίνεται αστείο, αποκαλύπτει τη μόνιμη πρόθεση κάποιων δικών μας, 2-3 αιώνες τώρα, να μεταστούμε («εκ -στάση») σε άλλη ιστορική σάρκα, διότι ντρεπόμεθα για τη δική μας πολιτισμική σάρκα. Να γίνουμε κάτι άλλο. Και ξέρουν πολύ καλά ότι «βγάλε- βάλε», δεν θα μείνει τίποτε, πνευματικό ή βιοτικό, που να κρατεί την ελληνική μας ταυτότητα. Αυτό είναι το υπ' αριθμόν 1 πρόβλημα και με την επιβολή τυχόν της καύσεως. Πορεία προς την πολιτική μας αποσύνθεση. Ο μεγάλος λαογράφος μας, καθηγητής Δημ. Λουκάτος, έχει δηλώσει: " Δεν έχουν ίσως τα λείψανα των νεκρών την ανάγκη μας, εμείς όμως την έχουμε πολύ. Το κάψιμο θα ήταν ένας πλήρης αφανισμός μιας ζωντανής συνέχειας και μιας επικοινωνίας, πού τη θέλουμε»!
Υπάρχει λύση στο προβλεπόμενο «πρόβλημα» (εδώ έχουμε καπιταλιστική δημιουργία προβλήματος εκεί που θα μπορούσε να ΜΗΝ υπάρχει) : Ήδη η ελληνική δικαιοσύνη, πρόσφατα, έχει αποφανθεί: «η καθιέρωση της καύσης των νεκρών αντιβαίνει στη δημόσια τάξη και στα χρηστά ήθη» («Τα Νέα», 5.11.1992). Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δύο φορές, επίσημα, έχει εκδηλώσει, ότι «η καύση αντίκειται στα θέσμια της Ορθοδόξου Εκκλησίας». Αν, υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα, αυτό το δημιούργησε ο συνωστισμός μας στην πρωτεύουσα. Αν, λοιπόν, γνωρίζουμε τι σημαίνει πολιτική ταυτότητα και έχουμε τη διάθεση να τη σώσουμε, θα ενισχύσουμε κινήσεις, όπως οι ακόλουθες: δημιουργία νέων νεκροταφείων (κοιμητηρίων) εκτός των κατοικημένων περιοχών - μεταφορά των νεκρών μας στις επαρχίες μας, στη γενέτειρα γη. Το οικονομικό επιχείρημα αποδεικνύεται σαθρό, αφού η καύση απαιτεί τεράστια έξοδα (ήδη υπάρχουν δημόσιες τοποθετήσεις σ' αυτό π.χ. «Τα Νέα», 5.11.1992). Ας αφήσουμε δε τους κινδύνους μολύνσεως από τα κρεματόρια, για τους οποίους έχουν γραφεί πολλά στο Εξωτερικό.
Μία πρώτη, και μάλιστα πολύ φθηνή λύση, είναι η όντως «δημοκρατική». Να παύσει το εμπόριο ταφών από τους Δήμους. Δεν μπορεί μέσα σε μια ευνοούμενη χώρα άλλοι να διαθέτουν τεράστιους τάφους, διότι είναι πλούσιοι, και οι φτωχοί να καιγόμαστε (...και πεθαμένοι). Προτείνουμε κανονική ταφή ΟΛΩΝ και συγκέντρωση των οστών σε μικρές λειψανοθήκες, σε αλλεπάλληλα επίπεδα, όπως λ.χ. στο Κοιμητήριο του Δήμου Ζωγράφου. Αλλ' αυτό ισχύει για ΟΛΟΥΣ! Είναι ευνόητο πόσος χώρος εξοικονομείται.
Η δημοκρατική συνείδηση επιβάλλει, βέβαια, να δεχθούμε την ελεύθερη επιλογή καύσεως από τους μη ελληνορθόδοξα φρονούντες και σκεπτόμενους. Όχι όμως να την επιβάλουμε και σ' όσους την αρνιούνται. Περιττό να πω, ότι είναι αδιανόητο συνειδητός ορθόδοξος έλληνας να επιλέξει την καύση.
Θα έλεγα, μάλιστα, και ο ευρύτερα χριστιανός. Όσοι ζητούν την επιβολή (ιδού η δημοκρατικότητά τους) της καύσεως, εις βάρος της εθνικής μας παραδόσεως ανήκουν στους «εκτός», που όμως θέλουν να νομοθετούν ...δημοκρατικότατα και για τους «εντός». Επειδή δε κάποιοι επικαλούνται το παράδειγμα της Μ. Κάλας, δηλώνω ότι ούτε η μακαρίτισσα αοιδός, ούτε ο μακαρίτης Δ. Μητρόπουλος, που προηγήθηκε (1960), είναι μέτρα πίστεως και ελληνορθόδοξου συνειδήσεως. Άλλο η τιμή στην προσφορά των προσώπων και άλλο η μίμηση των επιλογών τους.
Ταφή ή καύση;
Καύση νεκρών: Αμετάκλητη λήθη ή αιώνια μνήμη;
Αρχιμανδρίτη π. Νικολάου Χατζηνικολάου
Υπάρχουν δύο βασικές αλήθειες για την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη σχετικά με τον άνθρωπο. Η πρώτη είναι ότι ο άνθρωπος έχει ψυχοσωματική οντότητα και η δεύτερη ότι η ψυχή του είναι αιώνια στη φύση της. Το σώμα του είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την ψυχή του και η ψυχή με την θεϊκή πραγματικότητα.
Η Εκκλησία δεν έχει μόνο διδασκαλία περί της ψυχής, αλλά βαθιά εμπειρία της. Δεν έχει απλά άποψη επί του θέματος έχει βίωση αληθείας. Η αποκάλυψή της δεν της προσφέρεται μόνον διδακτικά, αλλά της επαληθεύεται βιωματικά. Δεν λέει αυτό που ξέρει αλλά μεταγγίζει αυτό που ζει. Όταν βλέπει τον άνθρωπο, τον κάθε άνθρωπο, δεν αντικρίζει σ΄ αυτόν μόνο το σώμα του ή τη χρονική παρουσία του, αλλά βλέπει την εικόνα του Θεού να αντικατοπτρίζεται στην ψυχή του και διακρίνει την αιώνια διάστασή του. Αυτό πως να το αρνηθεί η Εκκλησία;
Άνθρωπος δεν είναι το σώμα, η υγεία, αυτό που βλέπουμε. Ούτε πάλι η ψυχή ως διάθεση, ως ψυχισμός, ως έκφραση των εγκεφαλικών λειτουργιών, ως φυσικό στοιχείο συμπεριφοράς - αυτό που αντιλαμβανόμαστε. Ο θησαυρός της ανθρώπινης υπόστασης είναι η ψυχή ως πρόσωπο, ως εικόνα της θεϊκής δόξης, ως αυτεξούσιο, ως δυνατότητα μετοχής στην αιωνιότητα, ως χάρις αυθυπέρβασης. Κάθε τι που σχετίζεται με την ψυχή αποτελεί ιερό γεγονός ή στοιχείο έχει να κάνει με την σωτηρία, τον εξαγιασμό, την ένωση με τον Θεό, την βίωση της αιώνιας προοπτικής του ανθρώπου. Αυτό είναι το στοιχείο που, επειδή είναι υπαρκτό καθιστά τον άνθρωπο ιερό.
Η ψυχή μ΄ αυτήν την έννοια, περιφρουρείται μέσα στο σώμα που το μεταμορφώνει σε ναό. Το σώμα που διαφυλάσσει το θησαυρό της ψυχής δεν είναι φυλακή. Ένα σώμα όμως που εν ζωή δεν το σεβαστήκαμε, ούτε καν φιλόζωα το διατηρήσαμε, που βιολογικά μεν το περιποιηθήκαμε στα εργαστήρια, ουσιαστικά όμως το καταστρέψαμε στην πρακτική της ζωής ένα σώμα στο οποίο η ιατρική δεν καλείται να θεραπεύσει μόνο τις συνέπειες της φυσιολογικής φθοράς επάνω του, αλλά και του ανορθόδοξου τρόπου και της αντίληψης ζωής μέσα του ένα σώμα που η ίδια η ψυχή μας το αγνόησε, και αντί μαζί του να επιτελέσει τον ιερουργικό σκοπό της, ικανοποίησε τις φιλήδονες τάσεις και τις αμαρτωλές διαθέσεις της -και μάλιστα με την αποδοχή και νομική κάλυψη της κοινωνίας-, αυτό το σώμα είναι εύκολο αυτή η κοινωνία και ψυχή να θέλουν να το κάψουν για να ολοκληρώσουν το έργο τους και να εξαφανίσουν την ασέβειά τους.
Για την Εκκλησία τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Το σώμα, όσο ο άνθρωπος είναι εν ζωή, το βλέπει ως θυσιαστήριο. Γι΄ αυτό και η βάναυση επέμβαση επάνω του και η υποταγή του στις ορμές, που δουλώνουν το αυτεξούσιο, δηλώνουν ασέβεια και αποτελούν βεβήλωση και αμαρτία. Η συντήρηση και τροφοδοσία του γίνεται πάντοτε με προσευχή -προσευχές της τραπέζης- η φροντίδα της υγείας του που συνδυάζεται με μυστήριο -το ευχέλαιο-, η αναπαραγωγή του με άλλο μυστήριο - το γάμο- και τέλος ο εξαγιασμός του επιτυγχάνεται με την μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού.
Μόλις ο άνθρωπος πεθάνει, το σώμα του γίνεται λείψανο. Τότε αυξάνει και ο σεβασμός μας σ΄ αυτό. Το λείψανο αποτελεί την ανάμνηση μιας ιερουργίας που μέσα του επιτελείτο -της σωτηρίας της ψυχής- και την υπόμνηση μιας άλλης που τώρα "αγνώστως" συνεχίζεται έξω από αυτό- της δόξης της ψυχής. Το σώμα δεν περιμένει την καταστροφή του, αλλά την "ετέρα μορφή του"(Μάρκ. ιστ΄12), την αναμόρφωσή του "εις το αρχαίον κάλλος". Αυτή είναι η αιτία που η Εκκλησία προσεγγίζει το σώμα με ιδιαίτερο σεβασμό και αισθήματα ιερά. Δεν καιμε τους ναούς, πολλώ δε μάλλον τους έμψυχους ναούς.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το σώμα είναι κάτι που δεν εγγίζεται και στο οποίο αρνούμεθα κάθε παρέμβαση. Το σώμα είναι το υποκείμενο στη φθορά στοιχείο του ανθρώπου Η φυσική φθορά είναι η ισχυρότερη ίσως υπόμνηση της πτωτικής μας φύσεως. Κάθε βίαιη κίνηση που συνηγορεί στη συρρίκνωσή του, προσβάλλει και την ψυχή. Για τον λόγο αυτό, στο σώμα παρεμβαίνουμε μόνο θεραπευτικά, αναστέλλοντας την εξέλιξη της φθοράς, όταν και οδό μπορούμε. Η διαδικασία της πρέπει να είναι εντελώς φυσική και ποτέ εξαναγκασμένη. Την αναλαμβάνει μόνον ο Θεός μέσα από τις συνθήκες που ο ίδιος προνοεί ή η φύση μέσα από την ευθύνη που της έχει ανατεθεί. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που η Εκκλησία μας αρνείται την καύση των νεκρών. Αφήνει στη φύση να αναλάβει την ευθύνη της φθοράς του σώματος. Δεν το καιει, αλλά το αφήνει να σβήσει. Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που η φύση επιτρέπει να μείνει κάποιο υπόλειμμα, αυτό έχει το λόγο του. Όταν και η φύση αρνείται την ολοσχερή διάλυσή του ανθρωπίνου σώματος, τότε η νομοθετημένη καύση του δεν είναι πράξη επιλήψιμης βίας;
Τα οστά υπαινίσσονται το σώμα έχουν μεν όλα μια ομοιότητα, αλλά έχουν και διαφορές. Άλλα είναι τα κοκαλάκια ενός μικρού παιδιού στη θέα τους και άλλα ενός ενήλικα. Άλλα ενός ανθρώπου και άλλα κάποιου ζώου. Όταν όμως καούν, η στάχτη εξομοιώνει τα πάντα. Και στην περίπτωση αυτή που διατηρείται και δεν σκορπίζεται, δεν διακρίνονται οι διαφορές έχουν εξαλειφθεί για πάντα. Μαζί με τα χαρακτηριστικά του προσώπου, έχει εξαφανιστεί και η εικόνα του ανθρώπου μόλις δε σκορπιστούν και τα υπολείμματα της στάχτης, μαζί με τα ψήγματα του κοινωνικού σεβασμού, οριστικοποιείται και η διαγραφή κάθε ίχνους παρουσίας του. Ο υπαρκτικός θάνατος έχει προσυπογράψει τον φυσιολογικό.
Το υπόλειμμα του ανθρώπου δεν είναι η ισοπέδωση και η απουσία, αλλά η ταυτότητα και του είδους και του προσώπου και η παρουσία. Ο αγώνας να διατηρήσουμε τα οστά, τα λείψανα, ό,τι περισσότερο από τον άνθρωπο μπορούμε σ΄ αυτόν τον κόσμο, ισοδυναμεί με την ανάγκη μας να διατηρηθεί όσο περισσότερο γίνεται το πρόσωπό του στον άλλο. Ο σεβασμός μας στα νεκρά λείψανα πιστοποιεί την πίστη μας στην αθάνατη ψυχή.
Οι νεκροί δεν είναι "πεθαμένοι" αλλά κεκοιμημένοι. Τοποθετούνται με σεβασμό στον τάφο, στραμμένοι προς ανατολάς με την προσδοκία της αναστάσεώς τους. Η Εκκλησία συνειδητά αρνείται τον όρο "νεκροταφεία" και επιμένει στον όρο "κοιμητήρια". Και το κάνει αυτό όχι για λόγους ψυχολογικού -για να μην αγριεύουμε- αλλά για λόγους καθαρά πνευματικούς: νεκρός δεν σημαίνει τελειωμένος (που έχει τελειώσει) αλλά τετελειωμένος (που έχει τελειωθεί). Τέλος δεν σημαίνει λήξη, αλλά τελείωση. Τα οστά των νεκρών αποτελούν ανάμνηση της παρελθούσης ζωής τους, ενθύμηση της παρούσης καταστάσεως τους, αλλά και υπόμνηση της μελλούσης προοπτικής μας. Αυτά με κανένα νόμο δεν καίγονται.
Η Εκκλησία δεν τιμά το σώμα και χωριστά την ψυχή, αλλά τον σύνδεσμο των δύο, τον άνθρωπο ως όλον. Στον κίνδυνο να ξεχαστεί ο άνθρωπος, επειδή δεν φαίνεται η ψυχή του, διατηρούμε το σώμα, που δεν μας την θυμίζει μόνο όταν λειτουργεί αλλά και όταν απλά υπάρχει. Η οριστική καταστροφή του σώματος, η καύση του, δεν είναι καύση νεκρού ανθρώπου -κάτι που καίγεται- αλλά προσπάθεια καύσης της ζωντανής ψυχής του, κάτι που δεν καταστρέφεται.
Η ψυχή ζει. Αυτό φαίνεται από το ότι τα λείψανα έχουν ζωή όχι βιολογική βέβαια αλλά κάποιας μορφής πνευματική, που όμως διαπιστώνεται. Όταν έχουμε άτομα που η βίωσή τους της πνευματικής πραγματικότητας ήταν τόσο έντονη ώστε και από τότε που ζούσαν εν χρόνω την παχύτητα αυτού του κόσμου, αυτά να λειτουργούν στις συχνότητες του άλλου, τότε ο θάνατός τους είναι κοίμηση που αποτυπώνεται στα λείψανά τους. Είναι πολύτιμη εμπειρία της Εκκλησίας, διαρκώς επαληθευόμενη, ότι πλείστα όσα εξ αυτών εμφανίζουν ιδιάζουσα χάρη. Είναι γνωστό ότι συχνά τα λείψανα των αγιορειτών μοναχών αλλά και των άλλων εξαγιασμένων ανθρώπων που η ζωή τους τίμησε το σώμα και η ψυχή τους φανέρωσε μεγαλύτερη ευρωστία και ζωτικότητα από αυτό, διατηρούν μια εντυπωσιακή ευκαμψία για ώρες μετά θάνατον. Δεν κοκαλώνουν!
Αλλά και η αποδεδειγμένη ευωδία, το κέρινο χρώμα τους, η θαυματουργική χάρη τους ή η φυσική αφθαρσία ολόσωμων αγίων, στοιχεία ασυνήθη και φυσικώς ανεξήγητα, είναι αναμενόμενα φαινόμενα της πνευματικής πραγματικότητας. Αυτά τα λείψανα, για την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και συνείδηση, αποτελούν περιουσία πολυτιμότερη και από τη διδασκαλία της θησαυρούς αναγκαιότερους και από τα σκεύη της. Στα λείψανα των μαρτύρων της εδράζονται οι άγιες τράπεζες της. Αν αυτά κάψει θα έχει ήδη θυσιάσει τα ιερά θυσιαστήριά της θα έχει καταστρέψει τα ζωτικά σπλάχνα της.
Η ψυχή υπάρχει, ζει και αναγνωρίζει το σώμα της και μετά θάνατον. Βλέπει και μπορεί να αντικρίσει την καύση του. Άραγε θα την εγκρίνει; Η ίδια στην κατάσταση που είναι δεν βλάπτεται από τις δικές μας ενέργειες ούτε και όταν της καταστρέφουν το δικό της σώμα.
Η ασέβεια επάνω της όμως φθείρει εμάς. Το ηθικό κριτήριο σε μια τόσο καίρια απόφαση για την Εκκλησία είναι πνευματικό δεν έχει να κάνει με τις επιλογές μιας πεθαμένης κοινωνίας, μιας κοινωνίας που αρνείται την αθανασία της, αλλά με τις προτιμήσεις της αθάνατης ψυχής, της ψυχής που επιβεβαιώνει την αιωνιότητά της.
Αν μας ρωτούσαν πως θα προτιμούσαμε να φύγει απ΄ αυτόν τον κόσμο κάποιος δικός μας: από εγκεφαλική αποπληξία, από καρδιακή ανακοπή, με παραμορφωτικά εγκαύματα, ή να αποτεφρωθεί από ανάφλεξη και πυρκαγιά, έχω την εντύπωση πως ο τραγικότερος τρόπος θα ομολογούσαμε πως είναι ο τελευταίος.
Είναι φυσικό στον άνθρωπο, όταν αποχαιρετά τον άνθρωπό του, να θέλει να αντικρίσει για τελευταία φορά την οικεία σ΄ αυτόν όψη και όχι το αποτρόπαιο κατάντημά του σε απάνθρωπη, ανοίκεια και απρόσωπη στάχτη. Η λεπτή αγάπη των στιγμών εκείνων εκφράζεται ως ανάγκη να αγκαλιάσει κανείς, να φιλήσει, να χορτάσει το βλέμμα του, να εκδηλωθεί τρυφερά πάνω στο άψυχο σώμα. Αν μας πληγώνει η βία της φύσεως, πώς εμείς επιλέγουμε τη βία του αυτεξουσίου μας; Όταν κάτι είναι πολύτιμο και το χάνουμε, προσπαθούμε να κρατήσουμε όσο περισσότερο απ΄ αυτό μπορούμε. Ποτέ δεν νομοθετούμε τη βίαιη μείωση του τελευταίου ανεκτίμητου υπολείμματός του.
Η απόφαση ότι δεν έχουμε χώρο στα κοιμητήριά μας ισοδυναμεί με προσβολή. Αν δεν έχουμε, να δημιουργήσουμε χώρο. Η αγάπη δημιουργεί και χώρο και προϋποθέσεις. Η χρηστική ανάγκη ποτέ δεν είναι ουσιαστική και πάντα πιστοποιεί τη στενότητα του καρδιακού χώρου. Η ανάγκη του σεβασμού είναι πολύ μεγαλύτερη γι΄ αυτόν που τον εκχωρεί παρά γι΄ αυτόν που αποδέχεται.
Έτσι που βαδίζει η κοινωνία μας δεν θα έχει μόνον έλλειψη χώρου, αλλά και ανθρώπους δεν θα βρίσκει για να θάψουν, ίσως και να κάψουν, τους νεκρούς της. Στο απέραντο γηροκομείο του "πολιτισμένου" κόσμου μας, όπου οι νέοι τείνουν να γίνουν πολύ λιγότεροι από τους ηλικιωμένους και οι γεννήσεις πολύ πιο σπάνιες από τους θανάτους, θα υπάρχουν νεκροί και όχι νεκροθάφτες. Αντί να ενδιαφέρεται η κοινωνία μας για την αρχή της ζωής, π.χ. το δημογραφικό πρόβλημα, υπεραπασχολείται με το τέλος, την καύση. Η ίδια νοοτροπία που αποφεύγει, τη γέννηση, δηλαδή τη ζωή, αυτή που απορρίπτει και τους γέρους, αυτή που προτείνει την ευθανασία, αυτή που η ίδια δεν αντέχει και τους νεκρούς αρνείται τη δημιουργία και επιλέγει την καύση. Αυτή υπογράφει το οριστικό τέλος του τέλους το τέλος του σκοπού το τέλος του ανθρώπου.
Αυτοί που αγνόησαν το δικαίωμα του ανθρώπου για το Θεό και πρόσβαλαν τα απαράγραπτα δικαιώματα του Θεού για τον άνθρωπο, αυτοί και μόνον μπορούν να επικαλούνται τα λεγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα για να νομιμοποιήσουν την ασέβειά τους στον άνθρωπο.
Η καύση των νεκρών δεν είναι ατομικό δικαίωμα του νεκρού πλέον ανθρώπου. η διατήρηση του σώματός τους αποτελεί κοινωνική υποχρέωση σεβασμού και επιβιώσεως του προσώπου του. Είναι αδύνατο το θέλημα του ενός -και ας αποκαλείται αυτό δικαίωμα- να προσκρούει στην ανάγκη για σεβασμό του συνόλου. Δεν μπορεί να είναι δικαίωμα κάποιου να τον...κάψουμε εμείς! Το θέμα δεν είναι αν κάποιος επιθυμεί να καεί. είναι αν η κοινωνία θα δεχθεί να τον κάψει.
Η κοινωνία με την καύση των νεκρών προσυπογράφει το δικό της τέλος. τον μηδενισμό της. Μια κοινωνία που δεν αντέχει τον άνθρωπο ούτε στην ασθένειά του, ούτε στην αδυναμία του, ούτε στον θάνατό του, μια κοινωνία που καιει τους νεκρούς της, μια κοινωνία που καταστρέφει και την ανάμνηση της ζωής και την ενθύμηση των μελών της -αυτό είναι τα λείψανα- μια κοινωνία που κάνει την αρχή του ανθρώπου τεχνητή και μηχανική και το τέλος του οριστικό και αμετάκλητο, μια κοινωνία που αρνείται την πνοή του αιώνιου και εγκλωβίζεται στην ασφυξία του εφήμερου, τι σχέση μπορεί να έχει αυτή η κοινωνία με τη ζωή; Ακόμη και οι άθεοι υπογράμμιζαν την ανάμνηση των επίγειων θεών τους με ταριχεύσεις των σωμάτων τους (περίπτωση Λένιν) ή όπου αυτό δεν ήταν δυνατόν με κατασκευές αγαλμάτων και ψεύτικων ομοιωμάτων.
Φαίνεται πως το αποτέλεσμα του ανθρωπισμού χωρίς Θεό, του πολιτισμού χωρίς αξίες και του μηδενισμού χωρίς σκοπό, το αποτέλεσμα της σύγχυσης της αθεΐας, είναι η εξαφάνιση του ανθρώπου, η καύση και του τελευταίου υπολείμματός του. Η καύση των νεκρών οδηγεί στην καύση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Κατόπιν τούτων, δεν είναι ότι δεν της επιτρέπεται, αλλά η Εκκλησία αδυνατεί και αρνείται να δεχθεί μια απλά χρηστική και καθόλου πειστική λύση ελάσσονος πρακτικής βαρύτητας και να θυσιάσει το βίωμα του σεβασμού της στη θεϊκότητα του προσώπου του κάθε ανθρώπου, πολλώ μάλλον του ανθρώπου που αυτή βάφτισε στη κολυμβήθρα της τιμώντας ταυτόχρονα και την ψυχή και το σώμα του. Το μείζον δεν μπορεί να υποταχθεί στο έλασσον. Είναι αδύνατον όποιος πιστεύει στην Εκκλησία και αποδέχεται την πρόταση ζωής της, όποιος ζει την πραγματικότητα της ψυχής, όποιος σέβεται τον άνθρωπο να μην τιμά και το σώμα. Το σώμα χρήζει μεγαλύτερης τιμής και σεβασμού από την κοινωνία μετά θάνατον απ' όση περιποίηση και προστασία δέχθηκε από τον ίδιο τον άνθρωπο κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Ο Αρχιμ. Νικόλαος (Χατζηνικολάου) είναι οικονόμος του Μετοχίου της Αναλήψεως, της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους και πρόεδρος της Επιτροπής Βιοηθικής της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου